θηλυπρεπῶς

θηλυπρεπῶς
θηλυπρεπής
befitting a woman
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενθηλυπαθώ — ἐνθηλυπαθῶ, έω (Α) [θηλυπαθώ] κατέχομαι, είμαι έκδοτος σε θηλυπρεπή πάθη, φέρομαι θηλυπρεπώς …   Dictionary of Greek

  • θηλυπρεπής — ές (Α θηλυπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει στις γυναίκες νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα 2. μαλθακός, τρυφηλός 3. άτολμος, δειλός αρχ. 1. γυναικείος 2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» η διχόνοια. επίρρ... θηλυπρεπώς με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • κεκλασμένος — κεκλασμένος, η, ον (Α) βλ. κλω. επίρρ... κεκλασμένως (Α) εκτεθηλυμμένα, θηλυπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκλασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κλῶ «σπάω, εξασθενώ»] …   Dictionary of Greek

  • κλασαυχενίζομαι — 1. περπατώ καμαρωτά κουνώντας τον αυχένα μου δεξιά κι αριστερά, δηλ. βαδίζω θηλυπρεπώς, ακκίζομαι 2. μτφ. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, κορδώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κλασ αυχενίζομαι < θ. κλασ τού κλῶ (πρβλ. μέλλ. κλάσ ω, αόρ. ἔ κλασ α) +… …   Dictionary of Greek

  • κλασαυχενεύομαι — (Α) (για τον γιο τού Αλκιβιάδη) κλασαυχενίζομαι*, βαδίζω κουνώντας τον αυχένα πότε δεξιά, πότε αριστερά, δηλ. περπατώ θηλυπρεπώς, ακκίζομαι, κάνω θηλυπρεπή τσακίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. κλασ αυχενεύομαι < θ. κλασ τού κλῶ (πρβλ. μέλλων κλάσ ω, αόρ. ἔ… …   Dictionary of Greek

  • κλασαυχενισμός — ο 1. το να περπατά κάποιος καμαρωτά και θηλυπρεπώς κουνώντας τον αυχένα του δεξιά κι αριστερά 2. το κόρδωμα, το να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλασαυχενίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”